- κοντοπνοά
- κοντοπνοά, ή (Μ)1. λαχάνιασμα2. λιποψυχία, φόβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* πνοή ή ίσως εσφ. τ. τού κοντο-πνιά (< κοντο-πνέω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek